- Κασιώτης
- ο, θηλ. Κασιώτισσαο κάτοικος τής Κάσου ή αυτός που κατάγεται από την Κάσο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κασιώτικος — η, ο [Κασιώτης] αυτός που προέρχεται από τη νήσο Κάσο, αυτός που είτε ανήκει είτε αναφέρεται σ αυτήν ή στους κατοίκους της … Dictionary of Greek